πυρκαιᾷ — πυρκαϊᾷ , πυρκαιά funeral pyre fem dat sg (attic doric ionic aeolic) πυρκαιός for burnt offerings fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρκαϊά — η, ΝΜΑ, και πυρκαγιά Ν, και πυρκαιά και ιων. τ. πυρκαϊή και πυρκαά Α φωτιά που κατακαίει μεγάλη έκταση, που εκτείνεται σε μεγάλο χώρο («πυρκαγιά τού δάσους») αρχ. 1. ο τόπος τής νεκρικής πυράς 2. εμπρησμός, πυρπόληση 3. υπολείμματα φωτιάς 4. μτφ … Dictionary of Greek
πυρκαιάν — πυρκαϊά̱ν , πυρκαιά funeral pyre fem acc sg (attic doric ionic aeolic) πυρκαιά̱ν , πυρκαιός for burnt offerings fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρκαιάς — πυρκαϊά̱ς , πυρκαιά funeral pyre fem acc pl (ionic) πυρκαιά̱ς , πυρκαιός for burnt offerings fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρκαγιά — Παλιά γραφή πυρκαϊά. Φαινόμενο καύσης περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένο, το οποίο προκαλεί ζημιές σε κτίρια, αποθήκες υλικών, δάση, μεταφορικά μέσα. Σε όλες τις περιπτώσεις, η καύσιμη ύλη που τροφοδοτεί την π. είναι το οξυγόνο της ατμόσφαιρας. Η… … Dictionary of Greek
АРЕОПАГ — • Άρειος πάγος, ό, 1. холм в Афинах к западу от акрополя, см. Attica, 11, Аттика; 2. Α., древнейшее и знаменитейшее афинское судилище (δικαστήριον) и вместе с тем государственный, облеченный политической властью совет (βουλή),… … Реальный словарь классических древностей
INCENSUM — recentioris Latinitatis auctoribus, idem quod θυμίαμα Uranio in Arabicis, apud Steph. ubi tus hoc nomine per excellentiam denotatur, quod hodieque Eucens Galli vocant: alias in genere pro suffimento. Cuiusmodi suffimentorum s. thymiamatum usus in … Hofmann J. Lexicon universale
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek
πυρκαεύς — έως, ὁ, Α 1. εμπρηστής, πυρπολητής 2. φρ. α) «Ναύπλιος πυρκαεύς» τίτλος δράματος τού Σοφοκλέους β) «Προμηθεὺς πυρκαεύς» τίτλος δράματος τού Αισχύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πυρκαϊά] … Dictionary of Greek
πυρκαϊάζω — Μ [πυρκαϊά] 1. βάζω μεγάλη φωτιά, προκαλώ πυρκαγιά 2. μτφ. φλέγομαι … Dictionary of Greek